συνταράζω

συνταράζω
συντάραξα, συνταράχτηκα, συνταραγμένος
1. ταράζω πολύ: Σφοδρός άνεμος συνταράζει τα πανιά.
2. αναστατώνω, προκαλώ ψυχική ταραχή: Με συντάραξε η είδηση του θανάτου του φίλου μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνταράζω — συνταράζω, συντάραξα βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: συνταράζω : σπάνια η παθητική φωνή (συνταράζομαι, βλ. πίν. 24 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από …   Dictionary of Greek

  • περισπέρχω — Α 1. βιάζω κάποιον από παντού, καταδιώκω, αναγκάζω, συνταράζω 2. παθ. περισπέρχομαι συνταράζομαι, εξοργίζομαι 3. (για τρικυμισμένη θάλασσα) βρίσκομαι σε μεγάλη κίνηση και αναταραχή, αναταράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπέρχω «θέτω σε ταχεία… …   Dictionary of Greek

  • προσεξίστημι — Α προκαλώ σύγχυση ή ταραχή, συνταράσσω επί πλέον («οἶνος ἐν σώματι κακῶς... ἔχοντι... φλέγμα καὶ χολὴν κινεῑ καὶ ταράττει καὶ παρεξίστησιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξίστημι «ερεθίζω, συνταράζω»] …   Dictionary of Greek

  • σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • συνδονώ — έω, ΜΑ δονώ, συνταράζω κάτι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δονῶ «πάλλω, τινάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνταράσσω — ΝΑ, και συνταράζω Ν, και αττ. τ. συνταράττω Α [ταράσσω] 1. προξενώ αναταραχή, διαταράσσω, ανακατεύω, κάνω άνω κάτω 2. προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω (α. «τόν συντάραξαν οι καινούργιες ειδήσεις» β. «τῷ θανάτῳ τοῡ παιδὸς συντεταραγμένος» …   Dictionary of Greek

  • συσσείω — ΜA σείω μαζί («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.) μσν. ενοχλώ, ταράζω αρχ. 1. κάνω κάποιον να τρέμει 2. μτφ. (για μέθη) συγκλονίζω, συνταράζω 3. περιστρέφω, στριφογυρίζω …   Dictionary of Greek

  • υποκραδαίνομαι — Μ (με αιτ.) ταράζομαι, ταλαντεύομαι λίγο («ὑποκραδαινόμενοι τοὺς λογισμούς», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κραδαίνω «σείω, πάλλω, συνταράζω»] …   Dictionary of Greek

  • ανακουνώ — κούνησα, κουνήθηκα και κουνίστηκα, κουνημένος και κουνισμένος 1. ανακινώ, αναταράζω: Ανακούνησε το μπουκάλι κι ύστερα έβαλε στο ποτήρι. 2. συνταράζω, αναστατώνω: Ανακουνήθηκε ο τόπος από τα φουρνέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”